- συνδιευθυντής
- ο, θηλ. συνδιευθύντρια, Ναυτός που διευθύνει από κοινού με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διευθυντής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αβενάριος, Ριχάρδος — (Richard Avenarius, Παρίσι 1843 – Ζυρίχη 1896).Γερμανός φιλόσοφος και φυσικός, θεωρητικός της καθαρής εμπειρίας. Συνδιευθυντής με τον Βίλχελμ Βουντ της Τρίμηνης Επιθεώρησης Επιστημονικής Φιλοσοφίας,θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του… … Dictionary of Greek
Αντζιολέτι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Angioletti, 1896 – 1961). Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Υπήρξε συνδιευθυντής της Italia Letteraria (1928 34), διευθυντής της Fiera Letteraria (1946 48) και από το 1952 του περιοδικού L’ Approdo.Έγραψε πολλά έργα,… … Dictionary of Greek
Ασδραχάς, Σπύρος — (Αργοστόλι 1933 –).Ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας. Σπούδασε ιστορία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της οικονομικής ιστορίας (1972). Εργάστηκε διαδοχικά στο Κέντρο… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Έντμουντ — (Edmund Wilson, Ρεντ Μπανκ, Νιου Τζέρσεϊ 1895 – Νέα Υόρκη 1972). Αμερικάνος συγγραφέας και κριτικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πρίνστον και στράφηκε στη δημοσιογραφία· το 1920 21 ήταν διευθυντής του περιοδικού Vanity Fair, από το 1926 έως το … Dictionary of Greek
Κύρου — Επώνυμο οικογένειας δημοσιογράφων και εκδοτών. 1. Άδωνις (Λευκωσία 1872 – Αθήνα 1918). Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη γενέτειρά του και φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολύ νέος επιδόθηκε στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα … Dictionary of Greek
Λίπμαν, Γουόλτερ — (Walter Lippmann, Νέα Υόρκη 1889 – 1974). Αμερικανός δημοσιογράφος. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, την πολιτική και την ψυχολογία. Το δοκίμιό του με τίτλο Πρόλογος στην πολιτική επιστήμη (1913) κίνησε το … Dictionary of Greek
Μακμίλαν, Χάρολντ — (Harold Macmillan, Λονδίνο 1894 – 1986). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1957 64). Ήταν γόνος οικογένειας της ανώτερης αστικής τάξης και σπούδασε στο περίφημο Ίτον και στην Οξφόρδη. Το 1924 έγινε μέλος της Βουλής των… … Dictionary of Greek
Μαλαπάρτε, Κούρτσιο — (Curzio Malaparte, ψευδώνυμο του Curt Erich Suckert, Πράτο 1898 – Ρώμη 1957). Ιταλός συγγραφέας. Οι γονείς του είχαν γερμανική καταγωγή. Συμμετείχε ως εθελοντής στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ίδρυσε κατόπιν το περιοδικό La conquista dello Stato (Η… … Dictionary of Greek
Παουμγκάρτνερ, Βερνάρδος — (Paumgartner, 1887 – 1967). Αυστριακός μουσικολόγος και διευθυντής ορχήστρας. Ήταν μαθητής του Μπρούνο Βάλτερ. Διετέλεσε διευθυντής ορχήστρας και καλλιτεχνικός συνδιευθυντής του φεστιβάλ Μοζαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ. Συνέθεσε διάφορα μουσικά έργα… … Dictionary of Greek
Πιαζέ, Ζαν — (Piaget, 1896 – 1980). Ελβετός ψυχολόγος, βιολόγος και παιδαγωγός. Μαθητής του Κλαπαρέντ και συνδιευθυντής του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Επιστημών της Γενεύης. Η συμβολή του υπήρξε σημαντική στην προσπάθεια για τη διευρεύνηση των προβλημάτων… … Dictionary of Greek